- ψευδιερεύς
- ψευδῐερεύς, έως, ὁ,A false priest, J.AJ9.6.6, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδιερεύς — έως, ὁ, ΜΑ, και ψευδοϊερεύς Α άτομο που παριστάνει τον ιερέα χωρίς να είναι, ψεύτικος παπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἱερεύς] … Dictionary of Greek
ψευδιερεῖς — ψευδιερεύς false priest masc acc pl ψευδιερεύς false priest masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδιερέων — ψευδιερεύς false priest masc gen pl ψευδιερέω̆ν , ψευδιερεύς false priest masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοϊερεύς — έως, ὁ, Α βλ. ψευδιερεύς … Dictionary of Greek